-
1 ἐπι-σχερώ
-
2 ἐν-σχερώ
-
3 σχερός
σχερός, ὁ, ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.
-
4 ἐπισχερώ
-
5 σχερός
См. также в других словарях:
σχερῷ — σχερός in a line masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek
Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… … Wikipedia
ενσχερώ — ἐνσχερώ (Α) επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)] … Dictionary of Greek
σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… … Dictionary of Greek